πατερίτσα — η 1. στήριγμα των κουτσών, δεκανίκι. 2. η ποιμαντορική ράβδος των αρχιερέων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκανίκι — το (AM δεκανίκιον) νεοελλ. 1. ψηλή πατερίτσα με οριζόντιο στήριγμα στο πάνω μέρος, στο οποίο στηρίζουν τη μασχάλη τους όσοι δεν μπορούν να βαδίσουν κανονικά 2. η ποιμαντορική ράβδος τού επισκόπου 3. το ραβδί τού ζητιάνου μσν. το ραβδί, ως σύμβολο … Dictionary of Greek
δεκανίκι — το ψηλό μπαστούνι με στήριγμα στις μασχάλες που το μεταχειρίζονται κυρίως οι ανάπηροι ή οι κουτσοί, η πατερίτσα: Έσπασε το πόδι του κι έτσι θα περπατάει για ένα μήνα με πατερίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφύρνα — η, Ν ζωολ. γένος σελάχιων χονδροϊχθύων τής οικογένειας σφυρνίδες, γνωστό είδος τού οποίου είναι η Sphyrna zygaena, κν. πατερίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού σφύραινα με αποβολή τού αι ] … Dictionary of Greek
Μαίναλο — I Οροσειρά της Πελοποννήσου, στην πρώην επαρχία Μαντινείας στον νομό Αρκαδίας, η οποία στο σύνολό της καλύπτεται από δάση με έλατα. Στα δάση αυτά βρίσκουν άφθονη τροφή χιλιάδες αιγοπρόβατα, γι’ αυτό και η κτηνοτροφία γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.… … Dictionary of Greek
pateric — PATERÍC, paterice, s.n. Colecţie de povestiri din viata vechilor călugări (trecuţi de Biserică în rândul sfinţilor); text care face parte dintr o astfel de colecţie. – Din sl. paterikŭ. Trimis de valeriu, 03.02.2004. Sursa: DEX 98 PATERÍC s.… … Dicționar Român
ποιμαντορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία: Ποιμαντορική ράβδος, αλλ. πατερίτσα του δεσπότη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)